Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η πλευρά (πλοίου)

См. также в других словарях:

  • παράβλημα — Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα …   Dictionary of Greek

  • μπουκαπόρτα — η 1. καταπακτή, γκλαβανή 2. πόρτα πλοίου η οποία κλείνει ερμητικά και κάνει το πλοίο ή ένα διαμέρισμά του στεγανό 3. άνοιγμα στην πλευρά πλοίου που χρησιμεύει για την παραλαβή φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. boca porta (< boca < λατ. bucca… …   Dictionary of Greek

  • εχενηίς — ἐχενηΐς, ίδος και ἐχεναΐς, ίδος και ἐχενῇς, ῇδος, ἡ (Α) 1. (για την άγκυρα, τη γαλήνη κ.λπ.) αυτή που κρατεί, που συγκρατεί τα πλοία («χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς», Αισχύλ.) 2. μικρό ψάρι για το οποίο πίστευαν ότι όταν κολλούσε στα πλευρά… …   Dictionary of Greek

  • φάτνωμα — το, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] 1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της 2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • φορτοθυρίδα — η, Ν θυρίδα σε πλευρά πλοίου για τη φορτοεκφόρτωση φορτίων, μπουκαπόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + θυρίδα] …   Dictionary of Greek

  • φορτοθυρίδα — η άνοιγμα στα πλευρά πλοίου για τη φόρτωση και εκφόρτωση των εμπορευμάτων, η μπουκαπόρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»