-
1 борт
борт м η πλευρά (πλοίου) на \борту στο πλοίο" за \бортом στη θάλασσα* * *мη πλευρά (πλοίου)на борту́ — στο πλοίο
за борто́м — στη θάλασσα
-
2 борт
бортм1. мор., ἀβ. ἡ πλευρά πλοίου:правый \борт ἡ δεξιά πλευρά πλοίου; выбросить за \борт ρίχνω στή θάλασσα; за \бортом στήν θάλασσα; на \борту πάνω στό πλοϊο;2. (одежды) ἡ ἄκρη, ἡ ὁϋγια, ἡ παρυφή. -
3 лаг
-а α.1. δρομόμετρο πλοίου.2. πλευρά πλοίου. -
4 борт
[μπόρτ] ουσ. α. πλευρά πλοίου -
5 борт
[μπόρτ] ουσ α πλευρά πλοίου -
6 борт
1. (судна, самолёта) η πλευρά, η μπάνταподводный - (судна) τα ύφαλα, η κάτω πλευρά του σκάφους2. (автомобиля) η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > борт
-
7 борт
-а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.1. η πλευρά•правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.
2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.
3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.εκφρ.борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•на -у самолета – στο αεροπλάνο•брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο. -
8 вдоль
1. (в длину) κατά μήκος 2. мор. (лагом) κατά μήκος του πλοίουπλευρικά, στα πλευρά του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вдоль
-
9 свободно
ελεύθεραελευθέρως- на борту мор. - επί του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свободно
-
10 бакборт
мор. η αριστερή πλευρά (του πλοίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бакборт
См. также в других словарях:
παράβλημα — Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα … Dictionary of Greek
μπουκαπόρτα — η 1. καταπακτή, γκλαβανή 2. πόρτα πλοίου η οποία κλείνει ερμητικά και κάνει το πλοίο ή ένα διαμέρισμά του στεγανό 3. άνοιγμα στην πλευρά πλοίου που χρησιμεύει για την παραλαβή φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. boca porta (< boca < λατ. bucca… … Dictionary of Greek
εχενηίς — ἐχενηΐς, ίδος και ἐχεναΐς, ίδος και ἐχενῇς, ῇδος, ἡ (Α) 1. (για την άγκυρα, τη γαλήνη κ.λπ.) αυτή που κρατεί, που συγκρατεί τα πλοία («χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς», Αισχύλ.) 2. μικρό ψάρι για το οποίο πίστευαν ότι όταν κολλούσε στα πλευρά… … Dictionary of Greek
φάτνωμα — το, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] 1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της 2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
φορτοθυρίδα — η, Ν θυρίδα σε πλευρά πλοίου για τη φορτοεκφόρτωση φορτίων, μπουκαπόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + θυρίδα] … Dictionary of Greek
φορτοθυρίδα — η άνοιγμα στα πλευρά πλοίου για τη φόρτωση και εκφόρτωση των εμπορευμάτων, η μπουκαπόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek